Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὄνομα καλεῖν

  • 1 Name

    subs.
    P. and V. ὄνομα, τό, V. κληδών, ἡ.
    Reputation: P. and V. δόξα, ἡ, ὄνομα, τό, κλέος (rare P.), V. βᾶξις, ἡ, φτις, ἡ.
    Good name: P. and V. ἀξίωμα, τό, εὐδοξία, ἡ, Ar. and V. εὔκλεια, ἡ, κῦδος, τό, V. κληδών, ἡ; see Fame.
    Have a good name, v.; P. and V. εὖ κούειν, καλῶς κούειν, V. εὖ κλύειν, καλῶς κλύειν.
    Memory: P. and V. μνήμη, ἡ.
    Give a name: P. and V. ὄνομα τθεσθαι.
    Giving one's name to: use adj., P. and V. ἐπώνυμος (gen.).
    By name: use adv., P. ὀνομαστί.
    Having a like name, adj.: Ar. and P., ὁμώνυμος, V. συνώνυμος.
    Having many names: Ar. and P. πολυώνυμος.
    A name derived from another: V. ὄνομα παρώνυμον (Æsch., Eum. 8).
    Having a false name: V. ψευδώνυμος.
    By a false name: use adv., V. ψευδωνμως.
    Call names, v.: see Abuse.
    Be called by a new name: P. μετονομάζεσθαι.
    In name, as opposed to in reality: nominally.
    ——————
    v. trans.
    Call: P. and V. καλεῖν, ὀνομάζειν, ἐπονομάζειν. λέγειν, εἰπεῖν, προσειπεῖν, προσαγορεύειν, V. προσεννέπειν, κικλήσκειν, κλῄζειν (also Xen. but rare P.); see Call.
    Mention: P. and V. λέγειν, εἰπεῖν; mention.
    Appoint: P. and V. καθιστναι, προστάσσειν; see Appoint.
    Name after ( a person): P. and V. ἐπονομάζειν (τινά τινος).
    Named after: use adj., P. and V. ἐπώνυμος (gen. or dat.).
    The city shall be named after you: V. ἐπώνυμος δὲ σοῦ πόλις κεκλήσεται. (Eur., El. 1275).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Name

См. также в других словарях:

  • εξονομακλήδην — ἐξονομακλήδην (Α) επίρρ. ονομαστικά, με τ όνομά του («ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όνομα καλείν] …   Dictionary of Greek

  • ονομακλήδην — ὀνομακλήδην (Α) (επικ. τ.) επίρρ. κατ όνομα, ονομαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὄνομα καλεῖν] …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • ισώνυμος — ἰσώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ομ ώνυμος] …   Dictionary of Greek

  • нарѣцати — НАРѢЦА|ТИ (22), Ю, ѤТЬ гл. 1.Именовать, давать имя, название: Иородиѧне. iюдѣи бо бѧху бытi. i то||му ч(с)ть х(с)ву даѧху. i именемь его нарецаху. (ὄνομα) КР 1284, 361в–г; и свѣтлостию лица. прекрасныи осифъ нарѣцахѹть. Пал 1406, 84г. 2. Называть …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CYRUS I — CYRUS, I. Cambysis fil. ex Mandana Astyagis Regis filiâ, Persarum ac Medorum Rex, qui primus (ut Iustinus, l. 1. c. 6. scribit) devictô Astyage, qui ipsum occidi iusserat per Harpagum, ultimô Medorum Rege, Medorum imperium transtulit in Persas,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»